Όπως μια θερινή νύχτα της αρχαίας Αθήνας απαντά τα ξωτικά του δάσους να σπείρουν μαγεία στο διάβα τους σε αποκοιμισμένα ζευγάρια στη χλόη, ανυποψίαστους ηθοποιούς και χολωμένες Τιτάνιες, έτσι κάτι απροσδιόριστο και άυλο, μα σίγουρα ονειρικό με έσπρωξε στο αστικό μου παράθυρο κατά το χάραμα. Δεν αντιστάθηκα στην καινοφανή ουρανοκατέβατη σκέψη, απλώς την ακολούθησα τυφλά σαν αριάδνειο μίτο, λες κι είχε καλλιεργήσει εμπιστοσύνη άρρηκτη ο κοινός αφανέρωτος σκοπός μας. Είχε αρχίσει ήδη να ξημερώνει, τα φώτα της πόλης εξασθενούσαν μπρος στο ολοένα ορμώμενο φως της αυγής , μέχρι που συναντήθηκαν ισάξια για ν’ αντιπαραβάλουν τις δυνάμεις τους σε μια επίδειξη ισχύος του φυσικού έναντι στο τέχνασμα του ανθρώπου. Αντίκρισα ζαλισμένα μια πόλη ίσως κατά πλειοψηφία κοιμώμενη ή που διάσπαρτα προετοίμαζε τη νωθρή της πρωινή ιεροτελεστία για τους εναπομείναντες εν λειτουργία χώρους εργασίας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέρα εγκυμονούσε κάτι άφθαστο για οποιαδήποτε δημοκρατική όμοιά της που ξεγλίστρησε ανάμεσα σε άλλες δεδομένες κι αδιάφορες, θα σηματοδοτούσε την έναρξη ενός εγκλεισμού στα ήδη προκατασκευασμένα κλουβιά οπλισμένου σκυροδέματος που ίσως στις οδηγίες χρήσης τους να συγκατέλεγαν αυτή τους την αδιάντροπη χροιά στις αντενδείξεις. Άραγε πόσοι εκεί έξω παραμόνευαν σε κάθε μονότονο χτύπο αρίφνητων ρολογιών την απώλεια της ελευθερίας τους ;
Παραμερίζοντας προσεκτικά το υαλοστάσιο, κάθισα στο δάπεδο σφαλίζοντας τα μάτια για να απορροφήσω κάθε σπιθαμή αυτής της έναρξης, ψέλλισα πως αυτή τι στιγμή θα τη θυμάμαι, έχω χρέος να θυμάμαι. Η ελευθερία μας έπαψε να θεωρείται αναφαίρετο δικαίωμα, κατέστη έγγραφη δήλωση, ψηφιακή ή μη, με αριθμητική αιτιολογία μα και παράπλευρη δικαιολόγηση. Τα πουλιά άρχισαν από ώρα να καλωσορίζουν την αυγή, εύθυμα ,μιας και μόνο η δική τους ωδή αντιλαλούσε στα παχιά ντουβάρια, κάλυπταν όλες τις αισθήσεις μου μαζί με το μονότονο ψιλόβροχο που ξέπλενε όλες τις εκπνοές του κόσμου. Η οσμή πλημμύρισε με την ευωδιά της νοτισμένης γης και των μουσκεμένων ανθέων. Η βροχή είναι το εγκώμιο των οσμών της γης, αναλογίστηκα, τις ανάδευε με έναν τρόπο αντιφατικά διακριτού συμφύρματος όπως μόνο εκείνη κατέχει. Πλήρης αισθήσεων κι ευτυχίας έστεκα εκεί μαρμαρωμένη για μισή ώρα, ανάμεσα στη φυλακή μου και τον φρέσκο αναζωογονητικό αέρα, καθώς πάντοτε τα κατώφλια παρουσίαζαν μια μεταιχμιακή κατάσταση σχεδόν ουδέτερη προς το εκάστοτε στρατόπεδο, μα απολαμβάνοντας λίγα από τα προνόμια και των δυο. Η μαγεία της φύσης είχε την ικανότητα να καταπίνει κάθε συμφορά, έτσι κατάπιε και μένα ολάκερη.
Μα να που με το πρόσχημα ενός ιού το προσωπείο της πόλης κατέρρευσε ολοσχερώς , στοχοποίησε μπαλκόνια, εξώστες και ταράτσες που τόσο επιμελώς το δίχως άλλο είχαν κατορθώσει τόσα χρόνια να μασκαρεύουν την αιχμαλωσία μας, πιθανώς διότι οι πλάνες σταγόνες του μωβ λουλουδιού του Όμπερον είχαν καταλυτική επίδραση στη διαύγεια του βλέμματός και της αντίληψής μας.